Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

Κυριολεξία και μεταφορά στο έργο του Δημήτρη Τζάνη

Η νέα σειρά ακρυλικών και λαδιών του Δημήτρη Τζάνη είναι στο σύνολό της αποτέλεσμα της πρόσφατης, φετινής έρευνας του ζωγράφου. Ο Τζάνης εξερευνά το θέμα του ταύρου του οποίου τιμά τις λογοτεχνικές και Ιβηρικές προεκτάσεις, συμπληρώνοντας τις πολλαπλές εικόνες με πορτρέτα του Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και ποιήματά του, ψήγματα των οποίων σημειώνει με πηχυαίους χαρακτήρες πάνω στον κανβά. Φυσικά ο ταύρος έχει μια σημαίνουσα θέση και στους υπόλοιπους πολιτισμούς της Μεσογείου, στη Λατινική Αμερική και στην Ινδία όπου τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν τον απανταχού ιερό συμβολισμό του ζώου. Η γη, ο Θεός, το ένστικτο, ο έρωτας αλλά και ο θάνατος είναι οι κατά περίσταση παραπομπές τις οποίες ενθαρρύνει ο ταύρος ο οποίος στη φαντασία του θεατή στέκει ως τρομερός θύτης αλλά και θλιβερό θύμα της τελετουργικής θανάτωσής του στα πλαίσια της ταυρομαχίας.
Η επιμονή με την οποία όμως ο Τζάνης ζωγραφίζει τους ταύρους σε αλλεπάλληλες σειρές, περίπου ίδιων διαστάσεων, δείχνει ότι δεν τον ενδιαφέρει μόνο το θέμα του, του οποίου οι λογοτεχνικές προεκτάσεις είναι ομολογουμένως ανεξάντλητες. Φαίνεται το θέμα να είναι εφαλτήριο και έμπνευση για μια πιο βαθιά διαδικασία εξερεύνησης της ίδιας της ζωγραφικής ως καλλιτεχνικής διαδικασίας με όρους, ιστορία και συγκεκριμένες συντεταγμένες. Οι ταύροι του Τζάνη είναι σε μικρότερο μέγεθος από όσο θα μπορούσαν να είναι, παρουσιάζονται με ελάχιστες ανατομικές λεπτομέρειες και περιγράφονται με αδρά και παχιά περιγράμματα στα οποία μας έχει συνηθίσει από προηγούμενη δουλειά του ο ζωγράφος. Η τοποθέτησή τους στον κανβά είναι τέτοια που καταργεί πρώτο και δεύτερο επίπεδο: ο κανβάς ενδιαφέρει τον καλλιτέχνη στην ολότητά του και μάλιστα ως ανοικτή φόρμα που δίνει την εντύπωση στους θεατές ότι εκδιπλώνεται μόνο εν μέρει ενώπιόν τους. Το περιβάλλον των ταύρων είναι αχρονικό και ατοπικό. Έπειτα το χρώμα φαίνεται να ακολουθεί τη λογική της επιφάνειας του συνόλου του κανβά και να τίθεται με τρόπο που αδιαφορεί όχι μόνο για την αληθοφάνεια του ζώου αλλά και για την χρωματική ενότητα και ομοιομορφία του. Η γραμμικότητα του θέματος του κανβά επισκιάζεται από τη ζωγραφικότητα του συνόλου της επιφάνειας η οποία μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις δημιουργεί ένα ανάγλυφο από τις πολλές στρώσεις υλικού που έχουν συσσωρευτεί επάνω της. Διακρίνεται η χρήση σπάτουλας αλλά και η χρήση των δακτύλων και της παλάμης με τα οποία απλώνει το χρώμα ο καλλιτέχνης. Η πλούσια ύλη που δημιουργεί αδιαπέραστες, προτεταμένες και ακανόνιστες υφές που θυμίζουν Antoni Tapies και ενίοτε τον Γάλλο εξπρεσιονιστή Chaim Soutine δείχνει να οργανώνει την επιφάνεια του κανβά ανεξάρτητα από το θέμα και καμιά φορά ενάντια σε αυτό. Από τη σκοπιά αυτή, το θέμα φαίνεται να είναι η αφορμή για να εξερευνηθεί η υλικότητα της ζωγραφικής δημιουργίας και ο θεατής μπαίνει στον πειρασμό να αποστασιοποιηθεί από το περίγραμμα του ταύρου, θεωρώντας το ως απλώς μια γραμμή την οποία περιβάλλουν καλά συνταιριαγμένες χειρονομίες απόθεσης χρωματικού υλικού σε συνδυασμό με αισθαντικά ζαρώματα, χαρακιές και πτυχώσεις.          
            Ενώ λοιπόν ο Τζάνης δεν αποκλείει τη λογοτεχνική διάσταση του θέματος δίνοντας μια πρώτη τροφή στην όραση, επικεντρώνει στην ζωγραφική υλικότητα του κανβά, καταδεικνύοντας τις απτικές αξίες του. Είναι μια ζωγραφική που αρνείται τη διαφάνεια και δεν εξαφανίζεται εμπρός σε αυτό που παριστάνει, ανοίγοντας ένα παράθυρο στον έξω κόσμο, όπως έλεγε ο Alberti, αλλά επιχειρεί να συνδυάσει το θέμα με την ανάδειξη των τρόπων συγκρότησής του. Από την σκοπιά του στοιχήματος της καλλιτεχνικής ανάδειξης του ίδιου του μέσου ως αισθητικού αντικειμένου, ο καλλιτέχνης εισέρχεται στη χορεία των μοντέρνων ζωγράφων του εικοστού αιώνα που, σύμφωνα με τον Clement Greenberg, επιχείρησαν να ανασυγκροτήσουν τη ζωγραφική ως μια κυριολεκτική και αυτοαναφορική τέχνη, ενάντια στο Αναγεννησιακό καλλιτεχνικό πρότυπο της αναπαράστασης.[1] Έχει ενδιαφέρον ότι στο βαθμό που στις εικόνες του υπεισέρχεται η γραφή, ψήγματα της ποίησης του Λόρκα, θεματοποιείται και η υλικότητα της ίδιας της  γραφής η οποία ακόμα περισσότερο από τη ζωγραφική θεωρείτο ανέκαθεν διάφανη, μια διαδικασία που εξαφανίζεται χάριν του νοήματος που κομίζει. Ο Τζάνης φαίνεται να αντιτίθεται στην υποτιθέμενη διαφάνεια της γραφής και γι αυτό την αναδεικνύει στην αναπόδραστη και ανεξάντλητη υλικότητά της, στη ρητορική σύμβαση με την οποία καθορίζεται ως κομιστής διήγησης και νοήματος.[2]     
            Οι ταύροι του Τζάνη έχουν το σκληρό και σκιώδες περίγραμμα της προηγούμενης δουλειάς του το οποίο προέρχεται από την περιπέτεια του κυβισμού στις αρχές του εικοστού αιώνα και με το οποίο συχνά μεγαλούργησε ο Pablo Picasso. Η τυποποίηση που χαρακτηρίζει τον ζωγράφο συνολικότερα δεν προέρχεται μόνο από τις τελετουργικές μάσκες στις πρώτες, απλές κοινωνίες από τις οποίες εμπνεύστηκαν οι κυβιστές. Η επιστροφή που διεκδίκησαν οι κυβιστές στους καταχρηστικά αποκαλούμενους «πρωτόγονους», μεταλαμπαδεύτηκε στην Ελλάδα ως μια επιστροφή στη λαϊκή παράδοση και στη βυζαντινή ζωγραφική. Ως εκ τούτου, στην Ελλάδα είναι μεγάλη η κληρονομιά του Φώτη Κόντογλου, του πρωταγωνιστή της παραπάνω επιστροφής, καθώς η τελευταία συνδέθηκε μάλιστα με μια συγκεκριμένη εκδοχή της λεγόμενης «ελληνικότητας».[3] Στα πλαίσια της κληρονομιάς αυτής την οποία χειρίστηκαν σε λιγότερο και περισσότερο συνειδητό βαθμό πολλοί Έλληνες ζωγράφοι από τον Γιώργο Σικελιώτη και τον Γιάννη Γαίτη μέχρι τον Αλέκο Φασιανό, τον Γιάννη Κόττη και τον Μιχάλη Μανουσάκη, πρέπει να ιδωθεί η χαρακτηριστική τυποποίηση και το σκιώδες, απλοποιημένο περίγραμμα του Τζάνη. 
            Ο Τζάνης προκαλεί τον θεατή με το στοίχημα της αναπαράστασης και της κριτικής της, μιας ζωγραφικής που συγκροτείται μεταξύ μεταφοράς και κυριολεξίας. Η πρόκληση αυτή όσο και αν είναι γοητευτικά συντεταγμένη δεν επιτρέπει στον θεατή τον λήθαργο της ευτυχίας που συχνά υπόσχεται η τέχνη αλλά τον θέτει ενώπιον της ευθύνης του. Η ευθύνη του θεατή είναι η πρόκληση της ενεργητικής θέασης, της λύσης δηλαδή του διλήμματος μεταξύ μεταφοράς και κυριολεξίας το οποίο ενορχηστρώνει στη δουλειά του ο καλλιτέχνης.  
                                                            Δρ. Κωνσταντίνος Β. Πρώιμος
                                                            Διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
 




[1] Clement Greenberg, “Byzantine Paralleles” στο Art and Culture. Critical Essays, σελ. 167-169.
[2] David Carrier, Principles of Art History Writing, Pennsylvania: The Pennsylvania State University Press, 1991, σελ. 239.
[3] Μιλτιάδης Παπανικολάου, Ιστορία της Τέχνης στην Ελλάδα. Ζωγραφική και Γλυπτική του 20ου αιώνα, Αθήνα: Αδάμ: 1999, σελ. 130-132.


39Χ39 cm, λάδι σε μουσαμά

39Χ39 cm, λάδι σε μουσαμά

39Χ39 cm, λάδι σε μουσαμά

39Χ39 cm, λάδι σε μουσαμά

49Χ49 cm, λάδι σε μουσαμά

37Χ37 cm, λάδι σε μουσαμά

37X73 cm, λάδι σε μουσαμά

40Χ40 cm, λάδι σε μουσαμά

28Χ64 cm, λάδι σε μουσαμά

40Χ27cm, λάδι σε μουσαμά

40Χ57 cm, λάδι σε μουσαμά

46Χ59 cm, λάδι σε μουσαμά

23Χ70 cm, λάδι σε μουσαμά

45.5Χ370 cm, λάδι σε μουσαμά

36.5Χ36.5 cm, λάδι σε μουσαμά

30Χ38.5 cm, λάδι σε μουσαμά

63.5Χ42.5 cm, λάδι σε μουσαμά

72Χ43.5 cm, λάδι σε μουσαμά

70Χ70 cm, λάδι σε μουσαμά

55Χ55 cm, λάδι σε μουσαμά

66Χ31 cm, λάδι σε μουσαμά

72Χ42 cm, λάδι σε μουσαμά




37X29 cm, λαδι σε χαρτί

37X29 cm, λαδι σε χαρτί

44Χ44 cm, λάδι σε μουσαμά

27Χ35 cm, λάδι σε μουσαμά

25Χ34 cm, λάδι σε μουσαμά

44Χ37 cm, λάδι σε μουσαμά

43Χ38 cm, λάδι σε μουσαμά

32Χ30 cm, λάδι σε μουσαμά

30Χ25 cm, λάδι σε μουσαμά

38Χ23 cm, λάδι σε μουσαμά

31Χ27 cm, λάδι σε μουσαμά

43Χ23 cm, λάδι σε μουσαμά

45Χ45 cm, λάδι σε μουσαμά

45Χ45 cm, λάδι σε μουσαμά

45Χ45 cm, λάδι σε μουσαμά

45Χ45 cm, λάδι σε μουσαμά







45Χ55 cm, λάδι σε μουσαμά

45Χ45 cm, λάδι σε μουσαμά

45Χ45 cm, λάδι σε μουσαμά

45Χ45 cm, λάδι σε μουσαμά











37Χ37 cm, λάδι σε μουσαμά

33Χ43 cm, λάδι σε μουσαμά

43Χ19 cm, λάδι σε μουσαμά

45Χ45 cm, λάδι σε μουσαμά

45Χ45 cm, λάδι σε μουσαμά

45Χ45 cm, λάδι σε μουσαμά

45Χ35 cm, λάδι σε μουσαμά

45Χ45 cm, λάδι σε μουσαμά





Τίτλοι έργων
01.   Μες σε μια στίβα απο σκυλιά καμμένα
02.   ‘τι δεν το αντέχω το αίμα
03.   Και σκόρπισε τ’ οξείδιο γυαλί και νίκελ
04.   Ή πλημμύρα απο κρίνα, ή γυαλί να τ’ ασημώσει
05.   Που όντας νιό καμώνεται το λυπημένο αγρίμι.
06.   Και σκοτεινού μινώταυρου κεφάλι του φοράει.
07.   Ένα ορθανοιχτο φεγγάρι.
08.   μες τους βάλτους τραγουδώντας, απο κέρατα γλυστράει                       
09.   Πάνω στη θωριά του σμίγαν               
10.   Σ’ άμετρες οπλές σκοντάφτει.
11.   Που κροταλίζουν του κορμιού οι αρμοί τους στο τραγούδι
12.   Τι λέν; Aπλώνει μια σιωπή που άσκημα μυρίζει.                               
13.   Στα μικρά να το μηνύσεις
14.   κανείς εδώ δεν τραγουδά, μήτε στην άκρη κλαίει            
15.   Παγωμένα στην ομίχλη.
16.   Μούγκρισαν σα δυό αιώνες
17.   Που άλογα δαμάσανε κι αφέντεψαν ποτάμια
18.   Το μουσούδι με το αίμα το χυμένο εκεί στην άμμο                   
19.   Ήμερο άλογο της πάχνης, και του ονείρου γκρίζα αρένα.
20.   Πόσο τρυφερός στην πάχνη!
21.   F.G.-Lorca Kαι θέλω να μου δείξουνε η έξοδος ποια να’ ναι
22.   Τί μου καίγεται η μνήμη.      
23.   Επάνω στούς ταυρόσταυλους να ζεσταθεί γυρέυει
24.   Δε σε γνωρίζει η πικροσυκιά κι ο τάυρος
25.   Μ’ολόγιομο το στόμα τους πυρολιθιά και ήλιο
26.   Τό καθαρό το σχήμα του ειταν γιομάτο αηδόνια 
27.   Αρχίζουν να χτυπούν τα σήμαντρα
28.   Παλέυουνε ο λιόπαρδος κ’η περιστέρα
29.   Μόνο αρένες ξέφραγες, αρένες κι όλο αρένες 1. 
30.   Μόνο αρένες ξέφραγες, αρένες κι όλο αρένες 2. 
31.   Μόνο αρένες ξέφραγες, αρένες κι όλο αρένες 3. 
32.   Μόνο αρένες ξέφραγες, αρένες κι όλο αρένες 4. 
33.   Ψάχνει την αδρή του όψη  
34.   Και στα βοσκοτόπια αγέρας.
35.   Τα λόγια που σου τραγουδώ την αρχοντιά, στενάζουν 
36.   Με δέντρα απο δάκρυα, κορδέλλες και πλανήτες     
37.   Έκραζαν σε ουράνιους ταύρους.
38.   Μπροστά σε τούτο το κορμί με τα σπασμένα γκέμια
39.   Και σκελετούς κορυδαλλών, του δειλινού τους λύκους
40.   Με τις κοφτές τις όχθες του στην απαλήν ομίχλη  
41.   Κι ας σβήσει μες στη νύχτα αυτή χωρίς ψαριών τραγούδι
42.   Σαν ποτάμι απο λιοντάρια
43.   Χωρίς ν’ακούει το διπλό ρουθούνισμα των τάυρων
44.   Η πέτρα ειν’ ώμος δυνατός που τον καιρό σηκώνει